- προσκόπιον
- τὸ, Απιθ. είδος προφυλακτικού προκαλύμματος τού μετώπου και τών ματιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σκέπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκόπιον — shade for the forehead and eyes neut nom/voc/acc sg προσκοπέω consider beforehand imperf ind act 3rd pl (doric) προσκοπέω consider beforehand imperf ind act 1st sg (doric) προσκοπέω consider beforehand imperf ind act 3rd pl (doric) προσκοπέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκόπια — προσκόπιον shade for the forehead and eyes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek